Ἀρτάκῃ

Ἀρτάκῃ
Ἀρτάκη
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρτάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρτάκη — Παράλια τοποθεσία της Τουρκίας στην Προποντίδα. Η παραλία της σχηματίζει τον ομώνυμο κόλπο, όπου βρίσκονται τα νησιά Πηγανούσα, Λαγονήσι και Ελαιόνησο. Η Α., που σήμερα λέγεται Ερντέκ, ήταν αποικία των Μιλησίων. Κατά την επανάσταση των Ιώνων… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Αρτάκη — Sp Nèa Artãkė Ap Νέα Αρτάκη/Nea Artaki L Graikija (Euboja) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Αρτάκη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Η Ν.Α. είναι χτισμένη στην παραλία του ομώνυμου όρμου σε απόσταση 8 χλμ. Β της Χαλκίδας. Είναι νέα κωμόπολη. Δημιουργήθηκε το 1922 από πρόσφυγες της Αρτάκης της… …   Dictionary of Greek

  • Φιλήντας, Μένος — (Αρτάκη, Κύζικος 1870 – Αθήνα 1934). Έλληνας γλωσσολόγος και λογοτέχνης. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, διετέλεσε δάσκαλος στην Τουρκία, όπου και φυλακίστηκε δυο φορές, στην Προύσα και την Αρτάκη, για τη συμμετοχή …   Dictionary of Greek

  • Ἀρτάκην — Ἀρτάκη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρτάκης — Ἀρτάκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nea Artaki — Νέα Αρτάκη Location …   Wikipedia

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • αζαρόλι — και αζερόλι, το, και αζάρολος και αζαρόλος, ο [αζαρόλος] Βοτ. κοινή ονομασία τών καρπών τής αζαρολιάς. Στην Αρτάκη τής Κυζίκου αναφέρονται ως καντινέρια (= μικρές Τουρκοπούλες), πιθ. για το κόκκινο χρώμα τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”